- πλεονέκτης
- корыстолюбец
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
πλεονέκτης — πλεονέκτης, ο και πλεονέχτης, ο θηλ. έκτρια αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα σε βάρος άλλων, ο αχόρταγος, αλλιώς ταμαχιάρης ή ταμαχκιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονέκτης — one who has masc nom sg πλεονεκτέω have imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτης — ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾱς πόρνος ἤ ἀκάθαρτος ἤ πλεονέκτης... οὐκ ἔχει… … Dictionary of Greek
πλεονεκτῇς — πλεονεκτέω have pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκται — πλεονέκτης one who has masc nom/voc pl πλεονέκτᾱͅ , πλεονέκτης one who has masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτέων — πλεονέκτης one who has masc gen pl (epic ionic) πλεονεκτέω have pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτίστατος — πλεονέκτης one who has masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονεκτῶν — πλεονέκτης one who has masc gen pl πλεονεκτέω have pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκταις — πλεονέκτης one who has masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτην — πλεονέκτης one who has masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονέκτου — πλεονέκτης one who has masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)